- υγρογράφος
- ο гигрограф
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υγρογράφος — ο, Ν (μετεωρ.) αυτογραφικό υγρόμετρο στο οποίο η υγρασία τού αέρα καταγράφεται πάνω σε χαρτί που είναι στερεωμένο σε περιστρεφόμενο τύμπανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygrograph (< υγρός + γράφος*)] … Dictionary of Greek
υγρογράφος — ο μετεωρολογικό όργανο που μετράει αυτόματα την ατμοσφαιρική υγρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek